παραφανέντι

παραφανέντι
παραφαίνω
show beside
aor part pass masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραφαίνω — και ποιητ. τ. παρφαίνω Α 1. κάνω κάτι φανερό, δείχνω, αποκαλύπτω («μηδ αἰδοῑα παραφαινέμεν», Ησίοδ.) 2. φαίνομαι πλάγια, εμφανίζομαι κοντά ή απέναντι, αποκαλύπτομαι, βγαίνω στα φανερά («ἐν τῷ νῡν λόγῳ παραφανέντι», Πλάτ.) 3. εμφανίζω, παρουσιάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”